- στρέψαι
- στρέφωAër.aor imperat mid 2nd sgστρέφωAër.aor inf actστρέψαῑ , στρέφωAër.aor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στρέψαι — Στρέψα fem nom/voc pl Στρέψᾱͅ , Στρέψα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέψ' — στρέψαι , στρέφω Aër. aor imperat mid 2nd sg στρέψαι , στρέφω Aër. aor inf act στρέψα , στρέφω Aër. aor ind act 1st sg (homeric ionic) στρέψε , στρέφω Aër. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) στρέψι , στρέψις a turning round fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
опроврещи — (2*), ОПРОВЬР|ГОУ, ЖЕТЬ гл. Опрокинуть, повалить: и пьхну требище и ˫аже на немь опровьрже. Пр 1383, 148а; и пришедше къ горѣ сѣчѧхѹ камение. и хотѣ ѡпроврещи камень единъ. (στρέψαι) СбТр XIV/XV, 168 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εναντίβιος — ἐναντίβιος, ον (Α) 1. εχθρικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναντίβιον εναντίον, εχθρικά («ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι», Ομήρ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
Στρέψ' — Στρέψα , Στρέψα fem nom/voc sg Στρέψαι , Στρέψα fem nom/voc pl Στρέψᾱͅ , Στρέψα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)